- αλευριτέλαιο
- Λιπαρό έλαιο που παράγεται από τα σπέρματα του φυτού αλευρίτης. Έχει ανοιχτοκίτρινο χρώμα, έντονη οσμή, καυστική γεύση και στερεοποιείται στους -15°C. Είναι δυσδιάλυτο στην απόλυτη αλκοόλη και διαλύεται εύκολα στον πετρελαϊκό αιθέρα, στον αιθέρα και στο χλωροφόρμιο. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία βερνικιού και λάκας (στην Κίνα, την Ιαπωνία και την Ευρώπη), αν και στεγνώνει πιο αργά από το λινέλαιο, ως φωτιστικό μέσο και ως ήπιο καθαρτικό.
* * *το Χημ.ανοικτοκίτρινο ξηραινόμενο έλαιο, με χαρακτηριστική οσμή, που λαμβάνεται από τα σπέρματα τών φυτών τού γένους Αλευρίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλευρίτης* + έλαιον].
Dictionary of Greek. 2013.